Ενώνουν χώρες, τόπους, λαούς, πολιτισμούς, ακόμη και μικρές κοινότητες. Λειτουργούν σαν τις φλέβες του ανθρώπινου σώματος που επιτρέπουν να κυκλοφορεί το αίμα και να παρατείνεται η ζωή. Γι’ αυτό και όταν οι άνθρωποι παρασύρονται στην αυτοκαταστροφική τρέλα του πολέμου είναι το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που βάζουν στο στόχαστρό τους. Οι γέφυρες, μεγάλες και μικρές, είχαν πάντα σκοπό να φέρνουν σε επαφή τον κόσμο διαδραματίζοντας κατά περίπτωση αναντικατάστατο ρόλο στη ζωή των ανθρώπινων κοινοτήτων από τα αρχαία χρόνια.
Η Ελλάδα με τον ποικιλόμορφο και ταραχώδη φυσικό καμβά της είχε πάντα παράδοση στις γέφυρες: αρχικά τις μικρότερες και στοιχειώδους κατασκευής, μετά αυτές που ήταν φτιαγμένες από χέρια σπουδαίων μαστόρων και έμειναν στην Ιστορία και αργότερα, τα σύγχρονα χρόνια, τις μεγάλες γέφυρες που και αυτές περνούν στην Ιστορία για διαφορετικούς λόγους.
Είναι γεγονός ότι η χώρα μας, αν και μικρή σε σχέση με άλλες, συγκεντρώνει και σε αυτόν τον τομέα αρκετά ρεκόρ, τα οποία οφείλονται κυρίως στην ευρηματικότητα διακεκριμένων μηχανικών, αλλά και στις εξαιρετικές ικανότητες των κατά καιρούς ομάδων που ανέλαβαν την υλοποίηση των συγκεκριμένων σύνθετων έργων. Από τη θεωρούμενη αρχαιότερη γέφυρα του κόσμου στο Αρκαδικό Αργολίδας και τις τοξωτές, όπως το περίφημο Γεφύρι της Αρτας, που στέκουν ακόμη σε διάφορες περιοχές μέχρι τη Γέφυρα Τατάρνας και τη «Χαρίλαος Τρικούπης», τη δεύτερη μεγαλύτερη καλωδιωτή γέφυρα διεθνώς, η Ελλάδα αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα και σε αυτά τα κατασκευαστικά επιτεύγματα με την πολύπλευρη σημασία.
Ο στρατηγικός ρόλος
Είναι πραγματικά δύσκολο έως αδύνατο να φανταστεί κανείς τον κόσμο χωρίς γέφυρες. Ενα τέτοιο σενάριο θα παρέπεμπε ασφαλώς σε μια δυστοπική κοινωνία, με αποκομμένες κοινότητες και δραματικά περιορισμένες δυνατότητες. Και τούτο διότι ο ρόλος των γεφυρών είναι στρατηγικός τόσο για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη όσο και για την πολιτισμική ώσμωση και ολοκλήρωση.
Η γεφύρωση δύο σημείων που χωρίζονται από κάποιο φυσικό ή τεχνητό και συνήθως υδάτινο εμπόδιο διευκολύνει τη διέλευση, την επικοινωνία, το εμπόριο με την ασφαλή μεταφορά προϊόντων και άρα την οικονομική ευημερία, την περίθαλψη, αλλά ταυτόχρονα την ανταλλαγή ιδεών, κοσμοθεωριών, αντιλήψεων, οραμάτων. Γι’ αυτό άλλωστε και οι γέφυρες κατέστησαν αναγκαίες ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, όταν ακόμη ο άνθρωπος προσπαθούσε να επιβιώσει αντιμετωπίζοντας με πρωτόγονα μέσα τις φυσικές προκλήσεις. Αρχικά ένας κορμός δέντρου ή δυο-τρεις πέτρινοι όγκοι που στη συνέχεια έδωσαν τη σκυτάλη σε όλο και πιο σύνθετες κατασκευές, για να καταλήξουμε σε τέσσερις βασικούς τύπους γεφυρών, αυτές με τραβέρσες, με προβόλους, τις τοξωτές και τις κρεμαστές.
Μπορεί στη σύγχρονη εποχή των μαζικών αεροπορικών και ναυτιλιακών μεταφορών, που συνιστούν μια άλλου είδους γέφυρα για την κάλυψη τεράστιων αποστάσεων, οι πραγματικές γέφυρες να φαντάζουν δευτερεύουσες, αυτό όμως δεν είναι παρά μια ηχηρή πλάνη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα τοξωτά πέτρινα γεφύρια που ακόμη και σήμερα είναι ο δίαυλος επικοινωνίας σε πολλές ορεινές περιοχές της χώρας ή τις μεγάλες γέφυρες που σε λίγα μέτρα ενώνουν γεωγραφικά σημεία για τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα χρειάζονταν πολύωρες διαδρομές. Χωρίς τα γεφύρια και τις γέφυρες, κυρίως στο παρελθόν, αλλά και σήμερα οι τοπικές κοινότητες και οι κοινωνίες συνολικά θα ήταν ακρωτηριασμένες και θα οδηγούνταν σε μαρασμό.
Πόσες έχουμε
Ενα κρίσιμο ερώτημα είναι πόσες γέφυρες διαθέτει η Ελλάδα. Σε αυτό όμως δεν υπάρχει ασφαλής απάντηση, καθώς μέχρι πρόσφατα κανένας φορέας δεν τις είχε καταγράψει και επίσης κανένας φορέας δεν είχε τη συνολική ευθύνη παρακολούθησης και συντήρησής τους.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε έρευνα της διαΝΕΟσις του 2019, ο συνολικός αριθμός των γεφυρών στην Ελλάδα εκτιμάται γύρω στις 17.000. Σημαντικό μέρος αυτών αφορά τους νέους εθνικούς οδικούς άξονες που περιλαμβάνουν περίπου 3.000 γέφυρες μήκους άνω των 6 μέτρων, εκ των οποίων οι μισές είναι καινούριες και οι υπόλοιπες παλαιότερες. Αλλες περίπου 3.000 εκτιμάται ότι βρίσκονται στις παλιές εθνικές οδούς και το επαρχιακό δίκτυο, ενώ αν προστεθούν και οι κατά τόπους μικρότερες υπολογίζεται ότι φτάνουμε σχεδόν στις 17.000 μικρές και μεγάλες γέφυρες. Οσες κι αν έχουμε, όμως, ποτέ δεν είναι αρκετές. Οπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων, άλλωστε, «χτίζουμε πολλούς τοίχους, αλλά όχι αρκετές γέφυρες»…
Πλατφόρμα διαχείρησης
Οι γέφυρες είναι ζωντανοί οργανισμοί που καταπονούνται, φθείρονται με το πέρασμα του χρόνου και επομένως έχουν ανάγκη να κάνουν κατά διαστήματα τα δικά τους… check up και να συντηρούνται. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως δεν ξέρουμε πόσες γέφυρες έχουμε, έτσι δεν έχουμε και εικόνα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται.
Η ανάγκη πιστοποίησης που προέκυψε ως ευρωπαϊκή υποχρέωση, σε συνδυασμό με αρκετά περιστατικά καταρρεύσεων τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας, σήμανε κόκκινο συναγερμό. Η Πολιτεία κινητοποιήθηκε έστω και βραδυφλεγώς και η τωρινή κυβέρνηση ανέλαβε πρωτοβουλίες να καλύψει τα πρακτικά και θεσμικά κενά που υπάρχουν επί δεκαετίες. Ετσι εντός του έτους προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία το Εθνικό Μητρώο Γεφυρών, δηλαδή η πλατφόρμα όπου όλοι οι φορείς διαχείρισης θα καταχωρούν την ταυτότητα και τα τεχνικά στοιχεία των υφιστάμενων γεφυρών, καθώς και ενημερωτικά δεδομένα σχετικά με την επιθεώρηση, την αξιολόγηση και τη συντήρησή τους. Παράλληλα, έχει ήδη εγκριθεί ο Κανονισμός Επιθεώρησης και Συντήρησης Γεφυρών, ενώ έχει συγκροτηθεί η Διοικητική Αρχή Γεφυρών.
Η αρχαιότερη
Η Γέφυρα του Αρκαδικού, γνωστή και ως Γέφυρα της Καζάρμας, η οποία βρίσκεται στο χωριό Αρκαδικό Αργολίδας, θεωρείται η αρχαιότερη διατηρημένη γέφυρα της Ευρώπης και πιθανότατα του κόσμου, καθώς και η αρχαιότερη μονότοξη γέφυρα που παραμένει μέχρι σήμερα σε χρήση.
Σύμφωνα με μελέτες, χτίστηκε την Εποχή του Χαλκού, μάλλον τον 13ο αιώνα π.Χ., και ήταν μέρος του οδικού δικτύου που είχαν κατασκευάσει οι Μυκηναίοι στην περιοχή της Αργολίδας για τη διασύνδεση της Επιδαύρου με τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Η γέφυρα είναι κατασκευασμένη από γιγαντιαίους ογκόλιθους, χαρακτηριστικό των κυκλώπειων μυκηναϊκών κατασκευών. Εχει μήκος 22 μέτρα, πλάτος 5,6 μέτρα και ύψος 4 μέτρα.
Η μεγαλύτερη
Η μεγαλύτερη γέφυρα στην Ελλάδα είναι βεβαίως η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, η οποία τέθηκε σε λειτουργία την παραμονή της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, στις 7 Αυγούστου του 2004. Ετσι, φέτος συμπληρώνονται τα 20 χρόνια της. Αυτό το εμβληματικό έργο πήρε το όνομα του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος ως πρωθυπουργός οραματίστηκε τη γεφύρωση των περίπου 3 χιλιομέτρων που χωρίζουν το Ρίο από το Αντίρριο. Πρόκειται για έναν τεχνικό και κατασκευαστικό άθλο που πραγματοποιήθηκε από κοινοπραξία ομίλων.
Επικεφαλής της μελέτης και κατασκευής ήταν ο γαλλικός όμιλος Vinci, σε συνεργασία με τις μεγαλύτερες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες (Ακτωρ, J&P και Αθηνά), ενώ μέτοχοι της Γέφυρα Α.Ε. είναι σήμερα η Vinci Concessions (72,30%) και η Ακτωρ Παραχωρήσεις (27,70%). Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε μήκος καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων στον κόσμο, με συνεχές και πλήρως αναρτημένο κατάστρωμα 2.252 μέτρων και με συνολικό μήκος 2.883 μέτρων. Από τον Ιανουάριο του 2013 η μεγαλύτερη παγκοσμίως είναι η γέφυρα Ρούσκι στη Ρωσία, που ενώνει το Βλαδιβοστόκ με το νησί Ρούσκι με μήκος 3.100 μέτρων.
Η «Χαρίλαος Τρικούπης» στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες ύψους έως 164 μέτρων, τα θεμέλιά της βρίσκονται στη θάλασσα σε βάθος μέχρι και 65 μέτρων και η διάμετρός τους φτάνει στα 90 μέτρα, μεγέθη που και τα δύο αποτελούν παγκόσμια ρεκόρ. Το κόστος της έφτασε στα 800 εκατ. ευρώ. και είναι σχεδιασμένη να αντέξει σεισμό έντασης 7,4 βαθμών, κάτι που διαπιστώθηκε στο πραγματικό crash test στις 14 Αυγούστου του 2003, όταν η υπό κατασκευή ακόμη γέφυρα ήρθε αντιμέτωπη με σεισμική δόνηση 6,2 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ. Παρά τον ισχυρό κλυδωνισμό δεν υπήρξε κανένας τραυματισμός, ούτε καταστράφηκε κάποιο από τα τμήματά της. Η ολοκλήρωσή της τέσσερις μήνες νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής καινοτόμων τεχνολογιών και πρωτοποριακών τεχνικών λύσεων προκειμένου να αντιμετωπιστούν κατασκευαστικές δυσκολίες και προκλήσεις, όπως το μεγάλο βάθος του πυθμένα σε συνδυασμό με το χαλαρό υπόβαθρο, η υψηλή σεισμικότητα, οι τεκτονικές μετακινήσεις και οι ισχυροί άνεμοι που πνέουν στην περιοχή.
Σέρβια, Χαλκίδα, Αξιός
Η Υψηλή Γέφυρα Σερβίων είναι η δεύτερη μακρύτερη γέφυρα στην Ελλάδα, μήκους 1.372 μέτρων και ύψους 55 μέτρων. Διασχίζει την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου φράγματος της ΔΕΗ στον ποταμό Αλιάκμονα. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1972 και ολοκληρώθηκε το 1975, με μελέτη του Ιταλού καθηγητή αρχιτεκτονικής, Ρικάρντο Μοράντι. Εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1976 και αποτελεί τμήμα της Εθνικής Οδού Κοζάνης – Λάρισας. Δυστυχώς, από εκείνη την εποχή είχε και να συντηρηθεί, ενώ η τελευταία επιθεώρηση έγινε το 1995 έπειτα από σεισμό που έπληξε την περιοχή! Το 2020 διαπιστώθηκαν σοβαρά προβλήματα και διαβρώσεις, με συνέπεια η γέφυρα, που υποστηρίζει επί της ουσίας όλη την κυκλοφορία από Κοζάνη προς Αθήνα, να χαρακτηριστεί από ειδικούς επικίνδυνη.
Εκτοτε και μέχρι σήμερα πραγματοποιούνται παρεμβάσεις αποκατάστασης, με σταδιακή διακοπή της κυκλοφορίας, ενώ έχουν τοποθετηθεί και ρωγμόμετρα, στο πλαίσιο της πρόληψης και της μεγιστοποίησης της ασφαλούς διέλευσης οδηγών και επιβατών, μέχρι την έναρξη των εργασιών της συνολικής αναβάθμισης και ενίσχυσής της. Η Υψηλή Γέφυρα Ευρίπου, γνωστότερη ως Νέα Γέφυρα Χαλκίδας, είναι η πρώτη καλωδιωτή γέφυρα που κατασκευάστηκε στην Ελλάδα και διασχίζει τον πορθμό του Ευρίπου στην Εύβοια, κοντά στη Χαλκίδα, μέσω του αυτοκινητόδρομου Σχηματαρίου – Χαλκίδας.
Εχει συνολικό μήκος 694,5 μέτρα και το πάχος του καταστρώματος είναι μόλις 45 εκατοστά – θεωρείται το λεπτότερο στο κόσμο. Το κεντρικό τμήμα συγκρατείται από 144 καλώδια που στηρίζονται από δύο διπλούς πυλώνες ύψους 90 μέτρων. Η κατασκευή της ξεκίνησε τον Μάιο του 1985 και ολοκληρώθηκε το 1993, ενώ υπήρξε εμβληματικό έργο για τη Χαλκίδα και την Εύβοια γενικότερα.
Μια μεγάλη και σημαντική γέφυρα είναι αυτή του Αξιού, κατασκευής της δεκαετίας του ’70, με μήκος 783 μέτρα, η οποία βρίσκεται σε φάση πλήρους αποκατάστασης ώστε να ενισχυθεί, μεταξύ άλλων, και η στατική της ασφάλεια μετά τα σοβαρά προβλήματα που διαπιστώθηκαν. Η γέφυρα αναμένεται να δοθεί πλήρως στην κυκλοφορία στα τέλη της χρονιάς, ενώ θα ακολουθήσουν αντίστοιχες επεμβάσεις και αναβαθμίσεις στις γέφυρες του Γαλλικού, του Λουδία και του Στρυμόνα.
Το θρυλικό Γεφύρι της Αρτας
Μια ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν τα δεκάδες πετρόχτιστα, αλλά και χιλιοτραγουδισμένα τοξωτά γεφύρια στην Ηπειρο, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και σε αρκετές ακόμη περιοχές της χώρας. Δείγματα σπάνιας ικανότητας και τεχνικής που φτιάχτηκαν από έμπειρους πρωτομάστορες και αντέχουν αιώνες. Το πιο φημισμένο φυσικά δεν είναι άλλο από το θρυλικό Γεφύρι της Αρτας, ορόσημο της πόλης, που πήρε την τελική του μορφή το 1612. Ωστόσο τα θεμέλιά του δείχνουν ότι στη θέση αυτή υπήρχε γέφυρα ήδη από τους κλασικούς ή ελληνιστικούς χρόνους.
Πάνω στα βάθρα του που προέρχονται από εκείνη την εποχή χτίστηκαν κατά τη Βυζαντινή Εποχή τέσσερις μεγάλες καμάρες, μεταξύ των οποίων παρεμβλήθηκαν συνολικά οκτώ μικρά τοξωτά ανοίγματα. Στη μεγαλύτερη καμάρα που γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε επί Τουρκοκρατίας οφείλεται και ο θρύλος με τη γυναίκα του πρωτομάστορα και το αντίστοιχο δημοτικό τραγούδι. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, οι εργασίες κράτησαν τρία χρόνια. Το 1881, όταν απελευθερώθηκε η Αρτα, το γεφύρι ήταν το σύνορο της ελεύθερης με την τουρκοκρατημένη Ελλάδα. Αργότερα, επί γερμανικής κατοχής, σχεδόν καταστράφηκε από ανιστόρητες παρεμβάσεις με τσιμέντο και σίδερα, αλλά στα μετέπειτα χρόνια όλα αυτά αφαιρέθηκαν και με τις εργασίες στερέωσης ξαναβρήκε την αρχική του μορφή και λάμψη.
Μια αντίστοιχη «στοιχειωμένη» ιστορία διεκδικεί και το τοξωτό Γεφύρι της Πλάκας στον Αραχθο ποταμό. Στο ίδιο σημείο προϋπήρχε μια παλιά λίθινη γέφυρα η οποία κατέρρευσε το 1860. Το 1863 το γεφύρι ξαναχτίστηκε εξαρχής από τον μάστορα Ζιώγα Φρόντζο από την Κόνιτσα. Μία ημέρα πριν από τα εγκαίνια, όμως, γκρεμίστηκε και το 1866 ξαναχτίστηκε με τη μορφή που το γνωρίζουμε έως σήμερα. Με άνοιγμα καμάρας 40 μέτρα, ύψος 21 μέτρα και άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα, θεωρούνταν το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη.
Ωστόσο, η… κακοτυχία συνεχίστηκε και τη σύγχρονη εποχή. Το 2007 σχεδόν κατέρρευσε εξαιτίας ισχυρών βροχοπτώσεων, ενώ τα σχέδια για εκτέλεση έργων επισκευής δεν πραγματοποιήθηκαν. Τελικά, το 2015 κατέρρευσε το κεντρικό τόξο, αλλά αυτή τη φορά ξεκίνησαν αμέσως οι εργασίες αποκατάστασης, με παραδοσιακές μεθόδους, υπό τον καθηγητή του ΕΜΠ Δημήτρη Καλιαμπάκο. Ετσι, παραδόθηκε ξανά στην κυκλοφορία τον Φεβρουάριο του 2020. Αλλα τέτοια πέτρινα γεφύρια, μάρτυρες του υψηλού επιπέδου τεχνικής, είναι το μονότοξο Γεφύρι της Κόνιτσας, χτισμένο το 1870, το Γεφύρι Παλαιοκαρυάς στα Τρίκαλα, με ύψος που ξεπερνά τα 9 μέτρα και με άνοιγμα τόξου 19,50 μέτρα, το οποίο κατασκευάστηκε περίπου το 1550 και συνέδεε την Πύλη με την περιοχή του Ασπροποτάμου, το Γεφύρι του Κόκκορη στο Κεντρικό Ζαγόρι, από τα πιο καλοδιατηρημένα που χτίστηκε το 1750, το Γεφύρι στον Μέγα Ποταμό στα νότια του Νομού Ρεθύμνου, που χτίστηκε τον 18ο αιώνα από μοναχούς της Μονής Πρέβελης για το πέρασμα του ποταμού που καταλήγει στο Λιβυκό πέλαγος κ.ά.
Τσακώνα, Τατάρνα
Περνώντας από τα παλιά ιστορικά τοξωτά γεφύρια στο σήμερα, η εξέλιξη αλλά και το μέγεθος της πρόκλησης αποτυπώνεται στη «νεότατη» Γέφυρα της Τσακώνας. Το έργο στα όρια των Νομών Μεσσηνίας – Αρκαδίας, που υλοποίησε ο όμιλος ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, παραδόθηκε τον Ιανουάριο του 2016 και κατέστη απολύτως αναγκαίο μετά την κατάρρευση του οδοστρώματος λόγω κατολίσθησης. Χαρακτηρίζεται σύγχρονο θαύμα της μηχανικής και είναι μία από τις μεγαλύτερες τοξωτές γέφυρες του κόσμου και η δεύτερη στην Ελλάδα, ως προς το άνοιγμα, μετά του Ρίου – Αντιρρίου.
Η γέφυρα αυτή, συνολικού μήκους 490 μέτρων και μέγιστου ελεύθερου ανοίγματος 300 μέτρων, έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον φημισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όπως το Imperial College της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς το επισκέπτονται τακτικά μεταπτυχιακοί φοιτητές της Γεωτεχνικής Μηχανικής.
Τη δική της ιστορία στα νεότερα χρόνια γράφει η Γέφυρα Τατάρνας, που συνδέει την Αιτωλοακαρνανία με την Ευρυτανία πάνω από τα νερά της τεχνητής Λίμνης των Κρεμαστών.
Διακρίνεται για την ομορφιά της, αλλά και για τα τεχνικά επιτεύγματά της. Κατασκευάστηκε από το 1965 έως και το 1970 με σχεδιαστή τον πολιτικό μηχανικό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Αρίσταρχο Οικονόμου. Ο ίδιος είχε αναλάβει τη στατική και τη δυναμική – αντισεισμική μελέτη για το συγκρότημα του Πύργου των Αθηνών, του Πύργου του Πειραιά, ενώ τη δική του υπογραφή φέρει και το κτίριο του Αρείου Πάγου επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Για την τεχνική της κατασκευής της Γέφυρας Τατάρνας ο Οικονόμου κέρδισε τρία διεθνή βραβεία, έχει κατακτήσει τέσσερα παγκόσμια ρεκόρ, ένα εκ των οποίων αφορά το κεντρικό άνοιγμα μήκους 196 μέτρων, ενώ είναι η πρώτη γέφυρα στην Ελλάδα που κατασκευάστηκε με τη μέθοδο της εν προβόλω δομήσεως, δηλαδή με τμηματική κατασκευή του κυρίως σώματος από τα υποστυλώματα.
Γέφυρες Εγνατίας οδού
Μια κατηγορία από μόνες τους είναι οι γέφυρες της Εγνατίας οδού, οι οποίες λόγω της ποικιλίας του εδαφικού αναγλύφου που διασχίζει, σε συνδυασμό και με περιβαλλοντικούς όρους, κρίθηκαν απολύτως απαραίτητες, καλύπτοντας 42 χλμ. από τα συνολικά 670 χλμ. του μεγαλύτερου αυτοκινητόδρομου της χώρας. Πρόκειται για δίδυμες γέφυρες, με ανεξάρτητους φορείς ανά κλάδο κυκλοφορίας, για την κατασκευή των οποίων έχουν εφαρμοστεί σχεδόν όλες οι σύγχρονες μέθοδοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Γέφυρα του Μετσοβίτικου ποταμού, η οποία είναι και η υψηλότερη στην Ελλάδα, με το ύψος των μεσοβάθρων να φτάνει στα 110 μέτρα.
Σε τεχνικό επίπεδο ήταν ένα από τα δυσκολότερα σημεία της Εγνατίας. Η γέφυρα βρίσκεται στις παρυφές του Μετσόβου, ανάμεσα σε δύο σήραγγες, και το μήκος της και στα δύο σκέλη είναι περίπου 537 μέτρα. Ακολουθεί σε ύψος η Γέφυρα της Καστανιάς Κοζάνης, μια χαραδρογέφυρα δύο κλάδων με μήκος 456 μέτρα και μεσόβαθρα που φτάνουν σε ύψος τα 94 μέτρα. Η Γέφυρα του Βοτονοσίου με μήκος 500 μέτρα και ύψος μεσόβαθρων 53 μέτρα βρίσκεται δυτικά του Μετσόβου, ενώ ένα από τα ανοίγματά της φτάνει στα 230 μέτρα.
Ακόμη, η Γέφυρα Αράχθου, από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα, με μήκος 1.036 μέτρα, 16 (8+8) ανοίγματα και μέγιστο πλάτος 142 μέτρα, η Γέφυρα Κρυσταλοπηγής με μήκος 850 μέτρα και 20 ανοίγματα και η Γέφυρα Μεγαλορέματος με μήκος 484 μέτρα και 22 ανοίγματα.
Η πρώτη μπετόν αρμέ
Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τις πιο σημαντικές από τις τόσες γέφυρες που έχει η χώρα, μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορική τους εξέλιξη κατέχει η πρώτη που κατασκευάστηκε από μπετόν αρμέ. Πρόκειται για τη γέφυρα που χτίστηκε στη συμβολή της οδού Πειραιώς με τον Κηφισό περίπου το 1902. Ο πρωτοπόρος μηχανικός Ηλίας Αγγελόπουλος ήταν εκείνος που ανέλαβε να την κατασκευάσει, όχι με σίδηρο, αλλά με το τότε νέο υλικό του μπετόν αρμέ, και μάλιστα με σημαντικά μειωμένο κόστος. Η γέφυρα υπήρξε για δεκαετίες το «πέρασμα» πάνω από το ποτάμι, σηματοδοτώντας έκτοτε την ευρύτατη χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος σε σχεδόν όλα τα κτιριακά και έργα υποδομής μέχρι σήμερα.
Ιδιαίτερα διαδεδομένες από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως και τις ημέρες μας είναι και οι Γέφυρες Μπέλεϊ. Βασισμένες στην ιδέα του Βρετανού μηχανικού Ντόναλντ Μπέλεϊ που έβαλε στόχο να δημιουργήσει μια γέφυρα η οποία θα στηνόταν γρήγορα, αλλά θα είχε υψηλή αντοχή ώστε να τη διαβαίνουν μέχρι και άρματα μάχης. Οι Γέφυρες Μπέλεϊ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου, αλλά χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Σε διάφορα σημεία της χώρας υπάρχουν τέτοιες εδώ και δεκαετίες, ενώ πρόσφατα, μετά τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, μια τέτοια γέφυρα στήθηκε από τους μηχανικούς του ΓΕΕΘΑ μόλις σε 30 ώρες αποκαθιστώντας τη σύνδεση στο οδικό δίκτυο Βόλου και Νοτίου Πηλίου.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η πιο νέα γέφυρα της χώρας που παραδόθηκε στην κυκλοφορία μόλις στις 24 Μαΐου. Πρόκειται για τη Νέα Γέφυρα Ευήνου, με συνολικό μήκος 242,7 μέτρα και πλάτος 13,5 μέτρα, που ήρθε να αποκαταστήσει τη σύνδεση μεταξύ Μεσολογγίου και Ναυπάκτου στο ύψος του Ευηνοχωρίου, στην παλιά Εθνική Οδό Αντιρρίου – Ιωαννίνων. Η παλιά γέφυρα της περιοχής, της δεκαετίας του ’60, είχε καταστραφεί λόγω πλημμυρικών φαινομένων τον Δεκέμβριο του 2021.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ