Γεώργιος Δ. Γκράβας.
Ανεξάρτητος πολιτικός αναλυτής & συγγραφέας.
Στις δημοκρατίες, η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται διά του λαού για το λαό.
Η σωστή διακυβέρνηση ενός τόπου αντανακλά και προϋποθέτει Σύνταγμα που κατοχυρώνει την κλασσική αρχή της διάκρισης των εξουσιών και εξασφαλίζει να συμβαδίζουν και να είναι εξίσου ανεπτυγμένες οι διαστάσεις του πολιτεύματος, και η διάσταση του φιλελεύθερου και τη διάσταση του δημοκρατικού.
Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος, όταν είναι καρπός συναίνεσης των προσηλωμένων δυνάμεων ενός τόπου στα μεγάλα ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ο θεμελιώδης νόμος δεν εξυπηρετεί απλά το ανακουφιστικό αίτημα της διατήρησης του κέντρου βάρους της πολιτικής ζωής μέσα στο κοινοβούλιο, είναι και εκ των προτέρων προϋπόθεσή της. Διότι, διασφαλίζοντας την δημοκρατική νομιμοποίηση των κυβερνώντων και ξεκαθαρίζοντας τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, περιορίζει την πιθανότητα εμφάνισης μιας διπλής τάσης: ανάπτυξης της διάστασης του φιλελεύθερου, από τη μια και από την άλλη, υποχώρησης της διάστασης του δημοκρατικού.
Με το Σύνταγμα του ’75 της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως ισχύει, το ισχυρό κράτος υπάρχει με τη μορφή της εκτελεστικής εξουσίας η οποία λειτουργεί χωρίς θεσμικά αντίβαρα ούτε εξωτερικά ούτε στο εσωτερικό της. Αυτό σημαίνει ότι κυβερνά ανεμπόδιστη η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. (Εφεξής, «τυραννία της πλειοψηφίας».) Απέναντι στην εξουσία του πρωθυπουργού δεν υπάρχει ένα όργανο θεσμοποιημένης εξουσίας, που να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην εν δυνάμει αυθαιρεσία των κυβερνώντων. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι παρά ένας διακριτικός θεατής του πολιτικού παιχνιδιού, του οποίου δεν μπορεί να γίνει διαιτητής ούτε καν σε περίπτωση κρίσης.
Αναντίρρητα, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε επιθυμητό μέλλον λόγω της προσκόλλησης των ηγετόρων του σύγχρονου κατεστημένου σε λύσεις που επιλέχθηκαν από παλαιότερες κυβερνήσεις – λανθασμένες «Λύσεις» που έχουν γίνει το «Πρόβλημα» που θα πρέπει να λύσουμε με την εισαγωγή στο πολιτικό σύστημα σοβαρών θεσμικών αντίβαρων με τη διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπει το ίδιο το εν ισχύ Σύνταγμα για την τροποποίησή του.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους:
Η άποψη ότι «το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος ήταν δημιούργημα της μετεμφυλιακής Δεξιάς που θέλησε δι’ αυτού να ελέγξει τις κοινωνικές εξελίξεις» αποτελεί ιδεολόγημα, αφού συγκαλύπτει την ουσία του θέματος. Η ουσία του θέματος είναι η έλλειψη αστικής τάξης, αυθεντικής, με τον απαραίτητο δυναμισμό να ηγεμονεύσει στην ελληνική κοινωνία, και ακριβώς λόγω της έλλειψης τέτοιου στρώματος να παίξει το ρόλο της ηγέτιδας δύναμης αναδείχθηκε το ίδιο το κράτος ως κυρίαρχη δύναμη.
Από τη θέληση των ηγεσιών των αστικών κομμάτων και του πολιτικού κόσμου γενικότερα να κυβερνά ανεμπόδιστη η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν εισήχθησαν με το Σύνταγμα του 1975 της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας στο πολιτικό σύστημα θεσμικά εξωτερικά αντίβαρα, όπως έχουν καθιερωθεί να λέγονται οι θεσμοί γενικού συμφέροντος: Γερουσία, Συνταγματικό Δικαστήριο, Ανεξάρτητες Αρχές, που ως γνωστόν είναι κατοχυρωμένα σε Συντάγματα του δυτικού κόσμου για τον έλεγχο των κυβερνώντων και την αποτροπή τους από τη φυσική ροπή κάθε πλειοψηφίας να εκμεταλλεύεται τη θέση της για να παραμείνει στην εξουσία, παραβιάζοντας προς τούτο εν ανάγκη και το ίδιο το σύνταγμα.
Με το εν ισχύ Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008/2019 της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, το ισχυρό κράτος υπάρχει με τη μορφή της εκτελεστικής εξουσίας η οποία λειτουργεί χωρίς θεσμικά αντίβαρα ούτε εξωτερικά ούτε στο εσωτερικό της. Απέναντι στην εξουσία του πρωθυπουργού δεν υπάρχει ένα όργανο θεσμοποιημένης εξουσίας που να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην εν δυνάμει αυθαιρεσία των κυβερνώντων.
Με το γνωστό τρόπο διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων, και κατά κανόνα αλαζονικών πλειοψηφιών, χωρίς διαφάνεια ούτε ουσιαστική λογοδοσία, το δικομματικό πολιτικό σκηνικό λειτουργεί ως κινούμενη άμμος που κατατρώει τα εναπομείναντα αποθέματα σταθερότητας σε αρχές και πεποιθήσεις. Αυτή η «καρικατούρα» δικομματισμού είναι το μέσον για την αναπαραγωγή του σύγχρονου πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου, κι έτσι το πολιτικό σύστημα υπό τη στενή έννοια της πολιτικής εξουσίας που ασκείται από την κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και, κυρίως, τις κομματικές ηγεσίες, αναπαράγει τους ίδιους ανθρώπους και την ίδια νοοτροπία της εξουσιαστικής συναλλαγής.
Δεν είναι να απορεί κανείς για το κόσμο που φτιάξαμε. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, πλησίον στα 3/5 των εκλογέων που προσέρχονται στη κάλπη ψηφίζουν πρόσωπα όχι πολιτικά προγράμματα, αγνοώντας το προτεινόμενο από διεθνείς οργανισμούς μέτρο της θέσπισης χρονικών περιορισμών στην κατοχή δημοσίων αξιωμάτων για την αποτροπή φαινομένων παράνομης χρηματοδότησης και άσκησης αφανούς επιρροής που καθιστούν εξαρτημένα τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό προσωπικό μιας χώρας και αυξάνουν τις πιθανότητες διαφθοράς.
Μόνο μια μικρή μερίδα του εκλογικού σώματος πλησίον στο 1/5 ζητούν από τα πολιτικά κόμματα να καταρτίσουν πολιτικά προγράμματα και να δεσμευτούν απ’ αυτά, εκλογείς οι οποίοι φλερτάρονται από ποικιλία μονοτασικών και με προσωποπαγή χαρακτήρα κομμάτων μικρής εκλογικής ισχύος. Το δε άλλο 1/5 κινείται στα άκρα του πολιτικού φάσματος.
Εδώ λοιπόν δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολιτική κοινωνία. Πολιτική κοινωνία υπάρχει και η αστική φιλελεύθερη δημοκρατία λειτουργεί εκεί όπου η κοινή γνώμη ζητά από τα πολυσυλλεκτικά / μαζικά κόμματα μεγάλης εκλογικής ισχύος που εναλλάσσονται στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας να καταρτίσουν πολιτικά προγράμματα και να δεσμευτούν από αυτά, προεκλογικά.
Όσοι φαντάστηκαν ότι η Ελλάδα με τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα μεταμορφωνόταν, διαψεύστηκαν. Υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που θα έπρεπε να ήταν η Ελλάδα για να προοδεύει και να ευημερεί εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και σ’ αυτό που τελικά είναι. Η επιλογή της ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην ΕΕ δεν κατέστησε τη διαδικασία ενσωμάτωσης συνώνυμο με αυτή του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Ο εκσυγχρονισμός είναι όρος επιβίωσης της Ελλάδας στο μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Βέβαια, δεν θα ήταν λάθος να πει κανείς, ότι η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια τάση για εκσυγχρονισμό. Ωστόσο, στην τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα συνυπάρχει η διαδικασία του εκσυγχρονισμού με τα φαινόμενα του λαϊκισμού, της διαφθοράς και της κουλτούρας της κοινωνικής ανευθυνότητας. Πλείστοι όσοι δηλώνουν ότι αποστρέφονται κάθε ιδέα επιστροφής σ’ ένα παρελθόν που εν πολλοίς είναι υπεύθυνο για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος μας, αλλά και πλείστοι όσοι αδιαφορούν για την εξυπηρέτηση της ανάγκης δημιουργίας πολιτικής κοινωνίας που αντανακλά και προϋποθέτει προσήλωση της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών στα μεγάλα ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Δεν θα ήταν λάθος να πει κανείς, ότι υπάρχει ευθυγράμμιση με την τέλεια απολυταρχία που έλεγε ο Aldous Huxley, στην οποία η διαφωνία δεν υπάρχει, γιατί οι ίδιες οι μάζες ζητούν από τον τύραννο να τους αφαιρέσει τα δικαιώματα. Συγκλονιστικό!
Όσοι, με τη πολιτική νοούμενη ως διεργασίες για τη συλλογική αυτοκατανόηση και δράση, έχουν συνειδητοποιήσει ότι από την εξέλιξη των κοινών υποθέσεων εξαρτάται και η εξέλιξη των προσωπικών υποθέσεων, ξέρουν ότι πλέον δεν υπάρχει ο «λαός των αρχών», η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από μια καθολική τάση ατομικιστικού ωφελιμισμού. Είμαστε μια άρρωστη κοινωνία με παντελή έλλειψη στοιχειώδους αξιοπρέπειας, η οποία συνεχώς και πεισματικά αποφεύγει τη διαδικασία μιας συλλογικής αυτοκριτικής. Αλληθωρίζει εμπρός στην εικόνα της παρακμής.
Παρά τα καταστροφικά αποτελέσματα του γνωστού τρόπου διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων, και κατά κανόνα αλαζονικών πλειοψηφιών, χωρίς διαφάνεια ούτε ουσιαστική λογοδοσία, αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης διασώζεται από την παράταση του εκλογικού δεσμού της ταύτισης κυβερνωμένων και κυβερνώντων.
Έτσι δημιουργείται ένας «φαύλος κύκλος» αναπαραγωγής των γνωστών «κακοδαιμονιών» του πολιτικού μας συστήματος, που δύσκολα διακόπτεται.
Από τις προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης που κατά καιρούς έχουν κάνει τα πολυσυλλεκτικά/μαζικά κόμματα μεγάλης εκλογικής ισχύος που εναλλάσσονται στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, οι οποίες τείνουν στην ενδυνάμωση των ηγητόρων του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, φαίνεται ότι ο πολιτικός κόσμος έχει αποδεχτεί το τρόπο διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων, και κατά κανόνα αλαζονικών πλειοψηφιών, χωρίς την εισαγωγή στο πολιτικό σύστημα ενός οργάνου θεσμοποιημένης εξουσίας που θα υποχρέωνε τον αρχηγό της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να λογοδοτεί, να διαλέγεται και σε κάποιες ακραίες στιγμές της πολιτικής αντιπαράθεσης, να συναποφασίζει. Ο πρωθυπουργός, αν η μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τον στηρίζει είναι πειθαρχημένη, μπορεί κατ’ αρχήν να αποφασίζει μόνος, για όλα τα ζητήματα της τρέχουσας διακυβέρνησης. Μια μονοκομματική και πειθαρχημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία απαλλάσσει το πρωθυπουργό από το να συζητά και εν τέλει να αναζητεί συγκλίσεις με άλλα κόμματα. Μολονότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία μιας κυβέρνησης κάθε άλλο παρά έχει προκύψει από μία ανάλογη πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα, αυτό συμβαίνει με την επιλογή της εφαρμογής του εκλογικού νόμου της «ενισχυμένης αναλογικής» που δίνει μια μονοκομματική κυβέρνηση. Η υπέρμετρα πλειοψηφική εκδοχή του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, δηλαδή η υπάρχουσα ευχέρεια του πρωθυπουργού και των μελών της κυβέρνησης γενικότερα «να αποφασίζουμε μόνοι» σε συνδυασμό με το παράδοξο «κρίνων και κρινόμενος ταυτίζονται», έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται εσφαλμένες εκτιμήσεις και να διαπράττονται σοβαρά λάθη.
Οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος του ’75 από παλαιότερες κυβερνήσεις παγίωσαν το πρόβλημα της πολιτικής κατοχής από το κατ’ επίφαση δημοκρατικό σύστημα που στην πράξη υποθάλπει μια ανεξέλεγκτη κομματική δικτατορία, υποστηριζόμενη από τα επιστημονικώς καθοδηγούμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το οποίο πρόβλημα καλούμαστε να λύσουμε, λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα κράτος που δεν διαθέτει Σύνταγμα που να του παρέχει τα μέσα για αλλαγή, στερείται τα μέσα για επιβίωση.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι τα πράγματα θα διορθωθούν αν αλλάξουν. Είμαι σίγουρος όμως ότι για να διορθωθούν, πρέπει να αλλάξουν.
Για να είμαι ειλικρινής πρέπει να παραδεχτούμε, ότι ελλείψει μεσαίας τάξης σφριγηλής με αυτογνωσία και αυτοσεβασμό που την προϋποθέτει η δημοκρατία, μάλλον απέχουμε από μια «αστικοδημοκρατική επανάσταση» για ένα νέο Σύνταγμα που να εμπνέει, που είναι προϋπόθεση για να γίνει μια μεταρρύθμιση στην παιδεία με στόχο ένα άλλο κόσμο, άλλους ανθρώπους με πλατύτερες ιδέες, με ευγενέστερα αισθήματα και με υψηλότερα ιδεώδη, για να υπάρξει, στο μέλλον, πολιτική κοινωνία που δεν ανέχεται την πολιτική κατοχή από ένα κατ’ επίφαση δημοκρατικό σύστημα, αλλά και κατανοεί τη χρησιμότητα ύπαρξης ενός κοινωνικού στρώματος με τον απαραίτητο δυναμισμό να παίζει το ρόλο της ηγέτιδας δύναμης που αντανακλά και προϋποθέτει σταθερότητα σε πλούτο, αρχές και πεποιθήσεις.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει για πόσο καιρό ακόμη η Κοινή Γνώμη θα αποδέχεται το γνωστό τρόπο διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων, και κατά κανόνα αλαζονικών πλειοψηφιών, χωρίς διαφάνεια ούτε ουσιαστική λογοδοσία.
Ο τρόπος διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων πλειοψηφιών δεν εγγυάται τίποτα, η σταθερότητα και η συνέχεια εξασφαλίζεται μόνο όταν τα πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονται στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας έχουν κοινό παρονομαστή την πολιτική που καθιστά τη χώρα ικανή να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις σ’ ένα διεθνές πλαίσιο που διαρκώς μεταβάλλεται κι έχει άλλες ανάγκες, και που προσωπικά αυτό θα όριζα ως εθνικό συμφέρον.
Θεωρώ ότι υιοθετήσαμε αυτό το τρόπο διακυβέρνησης χωρίς να καρπωθούμε τα προδηλωθέντα όφελη του.
Κατ’ εμέ, ο μόνος τρόπος για να υπάρξει ανατροπή επί το βέλτιστον, είναι να προωθήσει το πολιτικό προσωπικό της κεντρικής πολιτικής σκηνής της Αθήνας μια ιδέα «αστικοδημοκρατικής επανάστασης» για ένα νέο Σύνταγμα που να εμπνέει, που είναι προϋπόθεση για να γίνει μια μεταρρύθμιση στην παιδεία με στόχο ένα άλλο κόσμο, άλλους ανθρώπους με πλατύτερες ιδέες, με ευγενέστερα αισθήματα και με υψηλότερα ιδεώδη, για να υπάρξει, στο μέλλον, πολιτική κοινωνία που δεν ανέχεται την πολιτική κατοχή από ένα κατ’ επίφαση δημοκρατικό σύστημα.
Ειδάλλως, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τη δημιουργία πολιτικής κοινωνίας νοούμενη ως η Κοινή Γνώμη που ζητά από τα πολυσυλλεκτικά / μαζικά κόμματα μεγάλης εκλογικής ισχύος που εναλλάσσονται στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας να καταρτίσουν πολιτικά προγράμματα και να δεσμευτούν από αυτά, προεκλογικά, μπορεί να καταδικάσει το μέλλον του τόπου.
Δεν θα ήταν λάθος αυτή τη φορά το φταίξιμο για την πολύμορφη κρίση που διέρχεται η χώρα να αναζητηθεί κυρίως στο Σύνταγμά της. Ο γνωστός τρόπος διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων, και κατά κανόνα αλαζονικών πλειοψηφιών, χωρίς διαφάνεια ούτε ουσιαστική λογοδοσία, δηλαδή η «τυραννία της πλειοψηφίας» οδηγεί στην κρίση της πολιτικής και στη διαφθορά στο πολιτικό σύστημα και εν τέλει σε συνθήκες «θεατροκρατίας» υπό τις οποίες ο πατριωτισμός ατονεί και μαζί του χάνεται ο συνεκτικός ιστός της κοινωνίας οπότε η αστική φιλελεύθερη δημοκρατία που αντανακλά και προϋποθέτει ενεργό πατριωτισμό παύει να λειτουργεί.
Είναι επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσουμε από την απαραίτητη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, εισάγοντας στο πολιτικό σύστημα σοβαρά θεσμικά αντίβαρα, με τη διαδικασία αναθεώρησης που προβλέπει το ίδιο το εν ισχύ Σύνταγμα για την τροποποίησή του (στο άρθρο 110 παρ. 1 Σ.), ν’ αλλάξει, έτσι ώστε να περιέλθει στον έλεγχο των συντελεστών του και η περαιτέρω εθνική μας πορεία να εξαρτάται αποκλειστικά από το δικό μας σύστημα διακυβέρνησης.
Αντί να παρατείνουμε τον εκλογικό δεσμό της ταύτισης μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων καλύτερα είναι να δώσουμε μια δημοκρατική μορφή στην αναγνωρισμένη απόσταση που είναι αναγκαία για λειτουργικούς λόγους.
Κόντρα στα πολιτικά κόμματα που επιμένουν να κινούνται με βάση τις δύο υποθέσεις στις οποίες βασίστηκε ιστορικά η νομιμότητα ενός δημοκρατικού καθεστώτος: η πλειοψηφία ισοδυναμεί με το σύνολο, το μέρος ισοδυναμεί με το όλον και η στιγμή των εκλογών ισοδυναμεί με το σύνολο της θητείας.
Με αναμενόμενη την αντίδραση των ηγητόρων του σύγχρονου κατεστημένου, στην προοπτική κατάργησης της νομιμοποιητικής βάσης της εξουσίας τους, που συνεπάγεται το αίτημα για αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος ή σύγκλισης Συντακτικής Συνέλευσης για νέο σύνταγμα –το Σύνταγμα της Δ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Δεν είναι λοιπόν το όραμα ενός ανθρώπου που μας λείπει, είναι συλλογικό το πρόβλημα.
Το πώς θα μπορέσει η χώρα να αποκτήσει ένα νέο Σύνταγμα που θα κατοχυρώνει την κλασσική αρχή της διάκρισης των εξουσιών δηλαδή την δημοκρατική αρχή του ελέγχου της μιας εξουσίας από μια άλλη, είναι ένα ζήτημα που ξεπερνά το αντικείμενο του παρόντος κειμένου. Πολύ περισσότερο που συνδέεται με το μέλλον των «ανθρώπων» του Βερολίνου στην Αθήνα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του «άξονα Μόσχας – Πεκίνου».
Απεναντίας, άμεσα συνδεδεμένο με αυτό το ερώτημα είναι το αν εμείς ως λαός διακόψουμε την αναβολή της αυτοκριτικής μας.
Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του κόσμου οι οποίοι εξασφαλίζουν την παράταση του εκλογικού δεσμού της ταύτισης μεταξύ κυβερνωμένων και κυβερνώντων, η οποία διασώζει τον γνωστό τρόπο διακυβέρνησης των εναλλασσόμενων, και κατά κανόνα αλαζονικών πλειοψηφιών, χωρίς διαφάνεια ούτε ουσιαστική λογοδοσία, οπότε, παρά την πρόσφατη επώδυνη χρεοκοπία, η ιστορία της χώρας μας μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν όμως και ρεαλιστικές φωνές του έλλογου κριτικού ευρωπαϊκού προσανατολισμού που μετέχουν στην ενεργό πολιτική δραστηριότητα σταθερά προσανατολισμένοι στην ενίσχυση με λόγους και ενέργειες κάθε προσπάθειας που αποσκοπεί στο να συμβαδίζουν και να είναι εξίσου ανεπτυγμένες η διάσταση του φιλελεύθερου και η διάσταση του δημοκρατικού για τη σωστή διακυβέρνηση του τόπου μας.
Όταν δεν διαπερνά το μυαλό των ανθρώπων η πιθανότητα ενός “Σοκ του Μέλλοντος” δεν βλέπουν την ανάγκη για αλλαγή και δεν δέχονται την αλλαγή. Αυτό καθιστά αδύνατη την αλλαγή των πραγμάτων πολεμώντας την υπάρχουσα κατάσταση.
Αν θες να αλλάξεις κάτι, μην αλλάξεις το ακροατήριο, φτιάξε ένα νέο συγκροτημένο ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο ως βάση για μια πρόταση εξουσίας πολύ πιο απλή από την ίδια την άσκηση εξουσίας, που θα κάνει το υπάρχον κομματικό σύστημα ξεπερασμένο.
Με το παρόν κείμενο νομίζω πως πρόσθεσα κάτι για την ανεύρεση μιας ιδέας για τη σύνθεση της συνολικής εικόνας της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας που εμφανίζεται κατακερματισμένη, αντιφατική, χαοτική…
Γεώργιος Δ. ΓΚΡΆΒΑΣ
Υ.Γ.
Ο ΚΑΛΎΤΕΡΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΕΠΗΡΕΆΣΕΙΣ ΚΆΠΟΙΟΝ ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΦΉΣΕΙΣ ΝΑ ΚΛΈΨΕΙ ΤΗΝ ΙΔΈΑ ΣΟΥ.