Η «Τριλογία της Κοπεγχάγης» είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας που προσπαθεί να ζήσει με τους δικούς της όρους σε μια δύσκολη περίοδο, και που η όρεξή της για ζωή παράλληλα υποσκάπτεται από την αποστροφή της προς την πραγματικότητα.
Έγραφε για να ζει ή ζούσε για να γράφει; Πολλοί αναρωτήθηκαν αυτό για τη μεγάλη Δανή συγγραφέα, Τόβε Ντιτλέουσεν. Η ίδια δίνει απαντήσεις στην «Τριλογία της Κοπεγχάγης», το βιβλίο όπου το ταξίδι της ζωής της γράφεται με τις δικές της λέξεις. Η Τριλογία της Κοπεγχάγης απαρτίζεται από τρία αυτοβιογραφικά βιβλία: «Παιδική ηλικία», «Νιάτα» και «Εξάρτηση», τα οποία είχαν εκδοθεί ανεξάρτητα στη Δανία ανάμεσα στο 1967 και 1971. Τα βιβλία εκδόθηκαν για πρώτη φορά ως «η Τριλογία της Κοπεγχάγης» το 2019, όταν το έργο κυκλοφόρησε στα αγγλικά. Κάπως έτσι έφτασε και στα χέρια μας αυτό το καλοκαίρι σε μετάφραση της Κατερίνα Σχινά από τις εκδόσεις Πατάκη.
Γεννημένη το 1917 σε μια εργατική γειτονιά της Κοπεγχάγης, η Τόβε ξεκινά την αφήγηση της παιδικής της ηλικίας, περιγράφοντας τη μητέρα της. Ήταν όμορφη, μοναχική, χαμένη σε κρυφές σκέψεις μέχρι που θυμόταν την ύπαρξη της μικρής της κόρης. Η Τόβε περιγράφει αυτή την ολιγόλεπτη σύνδεση μεταξύ τους ως μια εύθραυστη ευτυχία που απλωνόταν ανάμεσά τους μόνο όταν ήταν μόνες. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι δύο δωματίων, η παιδική ηλικία της διακατέχεται από την ανάγκη να ευχαριστήσει τη μητέρα της και να ανταποκριθεί στα θέλω της, άγχος για την εργασία του πατέρα της και τις οικονομικές τους δυσκολίες, αλλά και την αίσθηση της ότι είναι αλλόκοτη από τα άλλα παιδιά, ότι είναι διαφορετική. Τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ, αλλά και ό,τι βιβλίο μπορούσε να πάρει από τον πατέρα της, χρωμάτιζαν τις μέρες της, και ένα βράδυ που στεκόταν στο περβάζι της κρεβατοκάμαρας, παιδί ακόμα, σκέφτεται για πρώτη φορά «Κάποτε θα γράψω όλες τις λέξεις που κυλάνε μέσα μου».
Οι μέρες της στο σχολείο και στη συναναστροφή της με κορίτσια στη γειτονιά έχει μια προσποίηση της ίδιας ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι, μια μάσκα όπως η ίδια γράφει. Είναι η μάσκα που την προστατεύει αλλά και την αφήνει μόνη. Για την αγωνία που έφερε η παιδική της ηλικία, γράφει «Οι περισσότεροι ενήλικες λένε ότι είχαν όμορφα παιδικά χρόνια και ίσως να το πιστεύουν πραγματικά αλλά δε το νομίζω. Νομίζω ότι απλώς κατάφεραν να τα ξεχάσουν». Και λίγο μετά «Σ’ όποια γωνιά και να στρίψεις πέφτεις πάνω στην παιδική σου ηλικία και τραυματίζεσαι επειδή είναι αιχμηρή και σκληρή και σταματάει μόνο όταν σε έχει συντρίψει εντελώς. Φαίνεται ότι ο καθένας έχει τη δική του και η καθεμία είναι εντελώς διαφορετική».
Όταν, λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας, έπρεπε να σταματήσει το σχολείο στα 14 της χρόνια για να δουλέψει, η Τόβε κάνει τη μετάβαση στη νεανική ζωή, όπου με χιούμορ περιγράφει την πορεία της από εργασία σε εργασία, τις φιλίες και τα φλερτ, τις πολιτικές της αγωνίες με την άνοδο του Χίτλερ και του φασισμού στην Ευρώπη, και γενικά τις δύσκολες συνθήκες που βίωνε. Η ίδια όμως δεν πτοείται γιατί είχε τα ποιήματά της, και οι φίλες της τα δικά τους όνειρα. «Η φτώχεια τους δεν είναι καταπιεστική ή θλιβερή γιατί όλες έχουν κάτι να περιμένουν, όλες ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή. Το ίδιο και εγώ. Η φτώχεια είναι προσωρινή και ανεκτή. Δεν είναι πραγματικό πρόβλημα.»
Τα μόνο αληθινό πρόβλημα για την Τόβε είναι η δυσκολία της να εκδώσει τα ποιήματά της, όταν θα αισθανθεί απογοήτευση και καμία αίσθηση ελέγχου της κατάστασης και τις δύο φορές που κάποιος ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά. Συγκινητικά περιγράφει επιτέλους τη συνάντησή της με τον εκδότη που θα δημοσιεύσει το πρώτο της ποίημα, γράφοντας «Είμαι πολύ κουρασμένη μετά από ένα μακρύ, μακρύ ταξίδι και επιτέλους βρήκα το σπίτι μου. Είναι ένα τρελό συναίσθημα και ανοιγοκλείνω λίγο τα μάτια μου για να κρύψω τη συγκίνησή μου».
Το διαφορετικό στην Τόβε είναι η ποίησή της. Η ίδια εξακολουθούσε να θέλει αυτό που θέλουν όλα τα νεαρά κορίτσια: «Το διαφορετικό σε μένα είναι ότι γράφω ποίηση, όμως κατά τ’ άλλα είμαι πολύ συνηθισμένη. Όπως όλα τα νέα κορίτσια, θέλω να παντρευτώ, να κάνω παιδιά, να έχω ένα δικό μου σπίτι.»
Η συγγραφέας παντρεύτηκε τέσσερις φορές, και η περιγραφή της ταραχώδους και πολύπαθης προσωπικής της ζωής συνεχίζεται στο τρίτο και συντομότερο μέρος του βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Εξάρτηση». Μετά τον πρώτο γάμο της με τον εκδότη που την έφερε σε επαφή με τη λογοτεχνική σκηνή, η Τόβε συνεχίζει να γράφει το ένα έργο μετά το άλλο. Παρόλα αυτά, ο ρόλος στον οποίο χρειάζεται να ανταποκριθεί τώρα είναι αυτός της μητέρας και της ερωτικής συντρόφου. Η ίδια ερωτεύεται τον ρομαντικό και παρορμητικό ‘Εμπε και θα φέρει στη ζωή το πρώτο της παιδί.
Παράλληλα με τις όμορφες και δύσκολες στιγμές της κοινής τους ζωής, η συγγραφέας περιγράφει έντονα την αγωνία της να μην ξαναμείνει έγκυος για να μη κινδυνεύσει ο δεύτερος της γάμος. Ωστόσο και έτσι, η Τόβε χρειάστηκε να κάνει δυο εκτρώσεις μια περίοδο που αυτό ήταν παράνομο και η ίδια φέρνει στην επιφάνεια όλα τα συναισθήματα που προκαλούνται σε μια γυναίκα όταν ένα σώμα γεννιέται μέσα στο δικό της, αντίθετα στη θέλησή της. Η μαρτυρία της Τόβε γενικά αποκαλύπτει όλα τα πάθη του γυναικείου σώματος, ενός σώματος που πονάει, που γεννάει, που γίνεται τροφός για ένα άλλο σώμα, που επιθυμεί, και στο τέλος ενός σώματος που εθίζεται και αρρωσταίνει. Η δεύτερη παράτυπη έκτρωση της Τόβε ήταν ουσιαστικά η αφετηρία της εξάρτησής της στο οπιοειδές Demerol, αλλά και του τρίτου και καταστροφικού για την ψυχική και σωματική υγεία γάμου της.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι ο τίτλος «Εξάρτηση» σε αυτό το τμήμα του βιβλίου είναι μεταφρασμένος από το αγγλικό ”Dependency” ενώ στα δανέζικα ο τίτλος είναι ”Gift” που έχει διττή σημασία, «παντρεμένος/η» αλλά και «δηλητήριο». Η συγγραφέας λοιπόν θα παλέψει να σταθεί στα πόδια της και να απεξαρτηθεί, για τα παιδιά της αλλά και για να συνεχίσει να γράφει. Σε αυτή τη φάση της ζωής θα γνωρίσει και τον τέταρτο σύζυγό της που θα διανύσει μαζί το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής της, όπου η μάχη της με τον εθισμό θα συνεχίσει να δίνεται.
Η «Τριλογία της Κοπεγχάγης» είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας που προσπαθεί να ζήσει με τους δικούς της όρους σε μια δύσκολη περίοδο, και που η όρεξή της για ζωή παράλληλα υποσκάπτεται από την αποστροφή της προς την πραγματικότητα. Από την αρχή, άλλωστε, του βιβλίου η ίδια είχε γράψει «Μπορώ να κλάψω αν δω στην εφημερίδα τη φωτογραφία μιας άτυχης οικογένειας που της έχουν κάνει έξωση αλλά όταν βλέπω το ίδιο στην πραγματική ζωή δεν με αγγίζει. Με συγκινεί η ποίηση και η λυρική πρόζα, αλλά οι ρεαλιστικές περιγραφές με αφήνουν παντελώς αδιάφορη. Δεν έχω σε μεγάλη υπόληψη την πραγματικότητα.»
Η Τόβε Ντιτλέουσεν έδωσε τέλος στη ζωή της το 1976, αφήνοντας πίσω πλούσιο λογοτεχνικό έργο 29 βιβλίων, ανάμεσα στα οποία πολλά μυθιστορήματα, ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία και το έργο της συμπεριλήφθηκε στην ύλη των δημόσιων σχολείων της Δανίας, καθιστώντας το προσβάσιμο σε όλα τα παιδιά, όπως είχε κάποτε ονειρευτεί και η ίδια.
πηγη:elculture