Ξυπνούσε πριν από τις 6 το πρωί, ανάμεσα στο πάλλευκο της Ανταρκτικής, πάνω στο ερευνητικό σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού της Κολομβίας, που επιστρατεύτηκε για επιστημονική εξερεύνηση της λευκής ηπείρου.
Ο Πάουλο Σεζάρ Τιγρέρος Μπεναβίδες, καθηγητής Θαλάσσιας Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Μπογκοτά Jorge Tadeo Lozano, επί δύο μήνες μάζευε δείγματα μικροπλαστικών που διέσχισαν τεράστιες αποστάσεις –από θαλάσσια ρεύματα, ανέμους, αποδημητικά πουλιά και θηλαστικά ή ανθρωπογενείς παράγοντες– κάνοντας την εμφάνισή τους στην Ανταρκτική.
Η ήπειρος αυτή είναι ο καθρέφτης του πλανήτη μας· μαρτυρά, ως απομονωμένη και ακατοίκητη περιοχή, την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει η Γη, το κλίμα και το περιβάλλον της. Γι’ αυτό και μία κολομβιανή αποστολή αποφάσισε να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο και να ξεκινήσει εξερεύνηση στην Ανταρκτική, ακολουθώντας τα καταστροφικά μικροπλαστικά που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στα παγωμένα και μη νερά της.
«Οι αποστολές της χώρας στην Ανταρκτική έχουν εξελιχθεί από την απλή καταγραφή στη συλλογή ζωτικής σημασίας πληροφοριών που στηρίζουν την κατανόησή μας για την περίπλοκη δυναμική μεταξύ των πολικών υδάτινων μαζών και του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος. Αυτές οι αποστολές ρίχνουν επίσης φως στον τρόπο με τον οποίο τα οικοσυστήματα της Ανταρκτικής ανταποκρίνονται στον ανθρώπινο αντίκτυπο, ακόμα και όταν εκείνος προέρχεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές. Αξιοποιώντας τις επιχειρησιακές και επιστημονικές δυνατότητες του πλοίου ARC Simón Bolívar, στοχεύουμε να εμβαθύνουμε σε αυτά τα πιεστικά ζητήματα», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Πάουλο Σεζάρ Τιγρέρος Μπεναβίδες, που επέστρεψε στην Μπογκοτά από την αποστολή.
Οι στόχοι της αποστολής
Η αποστολή απέπλευσε επίσημα από την πόλη Μπουεναβεντούρα στον κολομβιανό Ειρηνικό στις 14 Δεκεμβρίου 2023. Ο καθηγητής επιβιβάστηκε στην Πούντα Αρένας της Χιλής στις 5 Ιανουαρίου 2024 και επέστρεψε στις 12 Φεβρουαρίου. Το πλοίο μόλις πέρασε τη Διώρυγα του Παναμά και θα φτάσει στον Κόλπο της Καρθαγένης (Καραϊβική Κολομβία) στις 27 Μαρτίου.
Η Κολομβία έχει στοχεύσει στην εξερεύνηση της Ανταρκτικής, όπως μας λέει ο συνομιλητής μας, υπό ένα πρότζεκτ ονόματι X Antarctic Expedition. Πρωταρχικός στόχος της αποστολής στην οποία συμμετείχε ο Κολομβιανός ερευνητής είναι να συμβάλει σημαντικά στην επιστημονική έρευνα της Ανταρκτικής, καθώς ήδη το πανεπιστήμιό του έχει αναπτύξει ιδιαίτερη ερευνητική δράση για τα μικροπλαστικά στα νερά της Κολομβιανής Καραϊβικής.
«Η παρουσία μικροπλαστικών συνεπάγεται τοξικότητα, καθώς αυτά τα σωματίδια προέρχονται αποκλειστικά από ανθρώπινες δραστηριότητες και η κατασκευή των πλαστικών χρησιμοποιεί τα λεγόμενα πολυμερή, τα οποία είναι ουσιαστικά χημικές ενώσεις με διάφορους βαθμούς τοξικότητας. Δεδομένου ότι το πλαστικό δεν είναι φυσικό στοιχείο των ωκεανών μας, η παρουσία του χρησιμεύει ως σαφής δείκτης της ανθρώπινης επίδρασης. Στόχος μας είναι να αξιολογήσουμε την αφθονία, τη χωρική διακύμανση και τη χημική σύνθεση των μικροπλαστικών που σχετίζονται με τα επιφανειακά ύδατα στο στενό του Gerlache», μας λέει ο Πάουλο Τιγρέρος.
Η διαδρομή
Μάλιστα, πολλά από αυτά τα σωματίδια, συμπεριλαμβανομένων των μακροπλαστικών, εισέρχονται στη θάλασσα μέσω ποταμών, όπου μπορούν να προσληφθούν άμεσα ή έμμεσα από τους οργανισμούς, διαταράσσοντας δυνητικά τα φυσικά οικοσυστήματα.
Πώς, όμως, βρέθηκαν τα μικροπλαστικά στην Ανταρκτική; «Στην απέραντη έκταση της λευκής ηπείρου, φαινομενικά απομονωμένη στους παγκόσμιους χάρτες από άλλες χερσαίες μάζες και χωρίς γηγενείς πληθυσμούς εκτός από εκείνους που κατοικούν σε βάσεις επιστημονικής έρευνας προσωρινά ή μόνιμα, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι έχουμε άγνοια για τη μικροπλαστική ρύπανση, σε έντονη αντίθεση με περιοχές όπως η Κολομβιανή Καραϊβική, γεμάτες ρύπανση και θαλάσσιες απορρίψεις. Συχνά οριοθετούμε τον Ατλαντικό, τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό ως ξεχωριστά σώματα αλμυρού νερού. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι όλοι οι ωκεανοί συνδέονται μεταξύ τους μέσω συνεχών κάθετων και οριζόντιων κινήσεων, δημιουργώντας ρεύματα παρόμοια με έναν κολοσσιαίο ιμάντα μεταφοράς που διευκολύνει την παγκόσμια κυκλοφορία μεγάλης κλίμακας. Σε αυτή την κυκλοφορία, τα νερά αυτών των τριών ωκεανών, μαζί με τα πιθανά περιβαλλοντικά τους προβλήματα, συγκλίνουν στον Νότιο Ωκεανό που περιβάλλει την Ανταρκτική, επιδεινώνοντας το στρες στους οργανισμούς της ηπείρου», αφηγείται στην «Κ» ο Πάουλο Τιγρέρος.
Ενας άλλος φορέας διασποράς, ασφαλώς, είναι η κυκλοφορία των μαζών του αέρα, που μπορούν να μεταφέρουν τα μικροπλαστικά σε τεράστιες αποστάσεις. Σε αυτό το φαινόμενο συμβάλλουν, άθελά τους όπως λέει ο Κολομβιανός καθηγητής, αποδημητικά πουλιά και θηλαστικά, «είτε μέσω της κατάποσης σε απομακρυσμένα, μολυσμένα περιβάλλοντα είτε με το να τα φιλοξενούν στους ιστούς τους».
Ως επιμέρους αιτίες της εμφάνισης μικροπλαστικών στην Ανταρκτική, πάντως, ο Πάουλο Τιγρέρος σημειώνει «πιθανές ανεξέλεγκτες τουριστικές και αλιευτικές δραστηριότητες, ακόμη και κακή διάθεση απορριμμάτων από οποιονδήποτε επισκέπτεται την ήπειρο».
Από την Ανταρκτική στο εργαστήριο
Η έρευνα στην Ανταρκτική, πάντως, επικεντρώθηκε στα πλωτά μικροπλαστικά, δηλαδή σε αυτά που βρίσκονται στη διεπιφάνεια αέρα-θάλασσας, παρότι τα μικροπλαστικά είναι διασκορπισμένα σε όλη τη στήλη του νερού και τα στρώματα ιζήματος. Για τη συλλογή των σωματιδίων χρησιμοποιήθηκαν μικρότερα σκάφη, ενώ το υλικό αμέσως διοχετευόταν στο εργαστήριο που είχε εγκατασταθεί στο πλοίο, όπου τοποθετήθηκαν προσεκτικά σε κοντέινερ για να μεταφερθούν τελικά στα κεντρικά γραφεία του Πανεπιστημίου στην Κολομβία, στη Σάντα Μάρτα. Τα δείγματα που συγκέντρωσε η αποστολή παραμένουν στο πλοίο έως ότου εκείνο «δέσει» ξανά στην Κολομβία την επόμενη εβδομάδα.
Ασφαλώς, προσώρας, λίγα στοιχεία είναι γνωστά για την επίδραση των μικροπλαστικών στο περιβάλλον της λευκής ηπείρου, σε αντίθεση με την παρουσία της στον υπόλοιπο κόσμο, που πλέον γίνονται προσπάθειες να αντιμετωπιστούν για να διασωθεί η υγεία του ανθρώπου και του οικοσυστήματος του πλανήτη μας. «Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παρουσία αυτών των σωματιδίων στην Ανταρκτική θα έχει μόνον αρνητικές συνέπειες για τα θαλάσσια οικοσυστήματα», όπως μας λέει ο Πάουλο Τιγρέρος.