Η μετακένωση που επιχειρεί ο Γιάννης Χουβαρδάς από έναν μεσαιωνικό κόσμο σε έναν μετανεωτερικό, μεταψηφιακό σύμπαν μιας cyber αισθητικής είναι ιδιοφυής
Ένας κραταιός αλλά αλαζονικός φεουδάρχης του Μεσαίωνα αποφασίζει να εκχωρήσει εξουσία, γη και περιουσία. Δεν έχει αρσενικό κληρονόμο. Έχει όμως τρεις κόρες. Γεγονός που σημαίνει ότι κατ’ ουσίαν την εξουσία θα την ασκεί πλέον ο σύζυγός τους. Ούτε αυτό τον αναχαιτίζει από την εμμονική του απόφαση στην παραχώρησή της. Δεν διαλέγει να τη δώσει σε μία από τις τρεις. Επιμένει ότι θα τη μοιράσει σε τρία μερίδια. Όχι όμως ίσα. Θέτει μία προϋπόθεση για το ποια θα κερδίσει τα περισσότερα: Οι κόρες είναι υποχρεωμένες να συμμετέχουν σε έναν δημόσιο αγώνα λόγου όπου το μεγαλύτερο μερίδιο θα κερδίσει αυτή που με τη ρητορική της δεινότητα θα καταφέρει να αρθρώσει την πιο πειστική δημόσια πιστοποίηση αγάπης προς τον γονιό της. Προσέξτε: όχι να αποδείξει την αγάπη της έμπρακτα. Απλώς να τη δηλώσει πειστικά.
Με δύο δυσεπίλυτους γρίφους ξεκινά ο σαιξπηρικός «Βασιλιάς Ληρ». Και ο εκάστοτε σκηνοθέτης οφείλει να τους αποκρυπτογραφήσει παραστασιακά:
Α. γιατί ένας εξουσιομανής άρχοντας επιμένει να παραχωρήσει την ισχύ της εξουσίας του χωρίς προφανή λόγο-πέρα από το «ότι πέρασαν τα χρόνια»- ;
Και Β., γιατί ως μέθοδο επιλογής του αξιότερου για την εξουσία ο Ληρ επιλέγει την πιο πειστική ρητορική της αγάπης και όχι την έμπρακτη απόδειξή της;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς επιφυλάσσει εύστοχη αποκωδικοποίηση και για τα δύο σαιξπηρικά αινίγματα. Στο Μεσαιωνικό, σκοτεινό και γεμάτο βαρβαρότητα κόσμο του σαιξπηρικού Ληρ ο σκηνοθέτης αντιπροτείνει μία ρευστή, βίαιη, εμπόλεμη, αιμομικτική άνυδρη, λασπωμένη προσομοίωση πραγματικότητας, όπου το διακύβευμα είναι και πάλι η εξουσία και ο στόχος η υφαρπαγή της, αλλά με όρους εικονικής πραγματικότητας. Στον εθιστικό κόσμο ενός επικίνδυνου, σκοτεινού, απρόβλεπτου, υπνωτιστικού για τον θεατή video game μας βυθίζει η σκηνοθετική πρόταση του Γιάννη Χουβαρδά.
Η μετακένωση που επιχειρεί ο δημιουργός από έναν προνεωτερικό, μεσαιωνικό κόσμο σε έναν μετανεωτερικό, μεταψηφιακό σύμπαν μιας cyber αισθητικής είναι ιδιοφυής.Συμπράττουν σε αυτό το αχανές, δηλητηριώδες σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, τα ακραία κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου το βίντεο του Παντελή Μάκκα και, ο ηχητικός σχεδιασμός της Δάφνης Φαραζή. Καθώς και η μουσική του Gary Salomon και η ζωντανή εκτέλεσή της κατά τη διάρκεια της παράστασης από τους: Νίκο Λιάσκο, Βαγγέλη Παρασκευαΐδη, Gary Salomon.
Οι ηθοποιοί έχουν να αντιμετωπίσουν μια πολλαπλή πρόκληση, ενδιαφέρουσα, αλλά ακραίας δυσκολίας. Οφείλουν να υπηρετούν, σχεδόν ταυτόχρονα αντίθετες υποκριτικές ποιότητες: την υποκριτική που αρμόζει σε μια μεγάλη κεντρική σκηνή θεάτρου με πλατεία και εξώστες και ταυτόχρονα μια κινηματογραφική υποκριτική του gros planκαθώς σε κάθε θεατρικό τους βήμα τους ακολουθούν δυο χειριστές κάμερας που βρίσκονται συνεχώς μαζί τους πάνω στη σκηνή και μια ρομποτική κάμερα. Ο θεατής εισπράττει προσθετικά τα μηνύματα αυτής της επαυξημένης πραγματικότητας.
Βλέπουμε ένα εξαιρετικά ασκημένο σύνολο ηθοποιών ταγμένο να υπηρετεί, κάποιες φορές με αυταπάρνηση, τη σκηνοθετική πρόθεση. Η σύμπραξη της Μαρκέλλας Μανωλιάδη στην κίνηση και του Κρις Ραντάνοφ στη σκηνική πάλη είναι καθοριστική. Συγκεκριμένα: Ο Αλέκος Συσσοβίτης (Δούκας του Κόρνουαλ), ο Μιχάλης Αφολαγιάν (Βασιλιας της Γαλλίας), ο Γιώργος Γιαννακάκος (Δούκας της Βουργουνδίας), ο Γιάννης Νταλιάνης ( Κέντ) και ο Αργύρης Ξάφης (Έντγκαρ) επαρκείς, εναρμονισμένοι, με καθαρότητα και σαφήνεια.
Ο Έρρίκος Λίτσης (Κόμης του Γκλόστερ), άνευρος και εξωτερικός στον συγκλονιστικά γραμμένο ρόλο του «μικρού Ληρ». Ο Παντελής Δεντάκης αποδίδει τον Δούκα του Όλμπανι, τον υπέρμαχο της δικαιοσύνης και της ακεραιότητας με σοφία, δημιουργώντας ένα κόντρα τέμπο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του σάπιου. Καίριος, με ήσυχη αλλά διακριτή παρουσία. Πολύ καλός ο Έντμοντ του Γιώργου Παπαγεωργίου, με το ισχυρό υποκριτικό του ιδίωμα συμπράττει καταλυτικά στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Κάπως υπερβολική αλλά όχι άστοχη η Ρίγκαν της Ανθής Ευστρατιάδου. Εξαιρετική η Αλεξία Καλτσίκη στον ρόλο της Γκόνεριλ, μια ενδιαφέρουσα υποκριτική σπουδή στην έννοια του ηδονικού κακού.
Σαρωτικός όσο και σπαρακτικός ο Μίνως Θεοχάρης στον ρόλο του τρελού. Κίνηση, φωνή, ερμηνεία, εκρηκτικό το αποτύπωμά του σε μια αιρετική εκδοχή του ρόλου που την βρήκα εμπνευσμένη και καίρια δραματουργικά. Ιδιαίτερη μνεία στην έξοχη, κρυστάλλινη, ποιητική ερμηνεία της Ιωάννας Κολλιοπούλου στον ρόλο της Κορντέλια. Ευγένεια, λεπτότητα, Βαθύτητα και ποιότητα. Ο Λεωνίδας Κακούρης πάλεψε με εντιμότητα, δύναμη, πίστη και αυταπάρνηση με τον Θηριώδη ρόλο. Είχε υπαναχωρήσεις αλλά και πολύ καλές στιγμές. Η προσπάθειά του αξίζει τον βαθύ σεβασμό μας.
Τέλος ο μεταφραστικός καμβάς του Διονύση Καψάλη και η δραματουργική συμβολή της Έρις Κύργια έχτισαν στέρεα τα θεμέλια του παραστασιακού οικοδομήματος. Η κατά Χουβαρδά σκηνή της τρέλας, η Πτώση του Ληρ συντελείται με την «αποσύνδεσή» του από την εικονική πραγματικότητα και την επιστροφή του στον πραγματικό κόσμο όπου η απώλεια, η ερημιά, η απόγνωση, είναι αβάσταχτες και ανεπίστρεπτες. Οι δύο αρχικοί σαιξπηρικοί γρίφοι επανέρχονται ζητώντας από τη ματωμένη του αυτογνωσία να τους λύσει. Να συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρξε ποτέ πατέρας αλλά μόνο εξουσιαστής. Ότι δεν εκπροσωπεί την εξουσία: Είναι Η Εξουσία. Και όταν δεν την έχει παύει να Είναι. Εξατμίζεται η οντότητά του. Ότι ως Βασιλιάς έχει δύο σώματα το θνητό και το άμωμο σώμα της εξουσίας και παραδίνοντάς την ξεμένει μόνο με το φθαρτό του γερασμένο σαρκίο που κανένας δεν το υπολογίζει. Για αυτό γίνεται ανεπιθύμητο βάρος και τελικά παίγνιο των δύο θυγατέρων του.
Η παγίδα της εξουσίας είναι η αποκοπή από την πραγματικότητα και η απομόνωση από αυτήν, για αυτό ζητάει δημόσια ρητορική αγάπης, γιατί αγνοεί, στερείται της πραγματικής και η υμνητική δημόσια διαδικασία του φαίνεται επαρκής. Στην πραγματικότητα δεν παραχωρεί την εξουσία, τη θρυμματίζει, την αποδυναμώνει καθώς θέλει να τη μοιράζει στα τρία, είναι τέτοια η εξουσιομανία του ώστε επιθυμεί να είναι ο τελευταίος που διατηρεί το ενιαίο μεγαλείο της. Ισχνή , αδύναμη και κουρελιασμένη την παραδίδει στις κόρες του. Η απόδειξη: ο αιματηρός μεταξύ τους «αδελφικός εμφύλιος» που δεν αργεί να έρθει, καθώς ούτε η επίθεση από τον γαλλικό στρατό.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς με αυτόν τον καίριο τρόπο, σε αυτήν την καίρια στιγμή του έργου θα αποκρυπτογραφήσει τους σαιξπηρικούς γρίφους. Και θα αφήσει τον Ληρ του γνώστη πια αλλά ερειπωμένο να κρατά στα έρημα χέρια του τη νεκρή Κορντέλια αναζητώντας για πρώτη φορά στη ζωή του την αγάπη, την τρυφερότητα, την καλοσύνη, που έχουν όμως πια οριστικά χαθεί μαζί της. Χωρίς αμφιβολία μια παράσταση αξιώσεων.
Info παράστασης:
Βασιλιάς Ληρ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ | Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Από 13 Ιανουαρίου τον ρόλο του Ληρ θα ερμηνεύει ο Γιάννης Νταλιάνηςκαι τον κόμη του Κεντ ο Χρήστος Σουγάρης.
πηγη:elculture